Riot - Strike - Riot

Αυτό είναι το πρώτο βίντεο της οπτικοακουστικής μου εγκατάστασης με τίτλο "Riot Strike Riot". Στη συγκεκριμένη εγκατάσταση παρουσιάστηκε από μία υποκειμενική οπτική, η κοινωνικοπολιτική εικόνα του σήμερα μέσω οπτικοακουστικών ψηφιακών μέσων και αντικειμένων. O τίτλος είναι από το ομώνυμο βιβλίο του Joshua Clover.
Γιώργος Γαργάλας - Θέατρο Ανάποδα
Σχετικά Έργα
Multiple distance sensors trigger sound events ας people move around and get close to the grid with the srceens.
Είναι Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943 και η μικρή πόλη των Καλαβρύτων πυρπολείται από το κατοχικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,
συγκεντρωμένος σε έναν κοντινό λόφο αφανίζεται από τα πυρά. Αυτό το έγκλημα πολέμου θα καταγραφεί στην ιστορία, μαζί με τη σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, ως η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Τρεις άνδρες που έζησαν αυτά τα γεγονότα ως παιδιά, κλειδωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, θυμούνται αυτήν την τραυματική εμπειρία.
Το συγκεκριμένο έργο αποτελείται από πολλαπλές βιντεοσκοπημένες κυλίσεις προς τα κάτω (scroll down) γνωστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης από κινητό τηλέφωνο (smart phone) οι οποίες προβάλλονται σε οριζόντια διάταξη και με συνεχόμενη ροή. Σε δεύτερη ανάγνωση και αφού ο θεατής απομακρυνθεί από την επί μέρους πληροφορία συνειδητοποιεί ότι σε όλη την έκταση του το βίντεο σχηματίζεται η ελληνική σημαία. Το έργο επιχειρεί να θέσει ερωτήματα που αφορούν τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση, που καταλήγει κατάχρηση, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ελληνική καθημερινότητα. Λειτουργώντας άλλοτε ως μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης και άλλοτε ως εργαλεία χειραγώγησης, τα αποκαλούμενα social media απασχολούν και επηρεάζουν έντονα το κοινωνικό σύνολο, ενώ οι δημοσιεύσεις των πολλαπλών χρηστών τους αποτελούν πλέον αναπόσπαστο τμήμα του σύγχρονου (ψηφιακού) δημόσιου χώρου.
Ο χρόνος εμπειρίας της καραντίνας λειτούργησε ως εξανθρωπισμένος χρόνος. Η προηγούμενη κοινωνική βαρβαρότητα φυλακίστηκε στο οικείο κλουβί της ψυχής μου και έγινε ο χρόνος δημιουργίας μου. Κάθε μέρα ήταν ο φίλος μου, ένα αιώνιο κυκλικό και δυναμικό παρόν, μια συνείδηση χωρίς συγκρούσεις. Ήταν σαν μια αιωνιότητα που βιώνεται διαφορετικά κάθε στιγμή. Μια άνευ προηγουμένου μορφή ακινησίας με έπιασε και διαιωνίστηκε σε πολλά αφηρημένα θραύσματα που τελικά διαμόρφωσαν τη νέα υφή της ύπαρξής μου, σε αυτήν την περίεργη απομόνωση. Έγινε από το σφάγιο του χρόνου που ήμουν πριν, η ποιοτική του αποσύνθεση… Η πραγματικότητα παραμορφώθηκε και βιώθηκε απατηλά. Ο χρόνος από την αποξένωση που ήταν πριν, άλλαξε και έγινε το εξώφυλλο της γδαρμένης αλήθειας του εαυτού μου. Αυτός ο χρόνος, ονειρευόταν η συνείδησή μου να ζει.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Πού πηγαίνουν οι μνήμες όταν χάνονται; Και όταν δεν τις ανακαλώ, βρίσκονται εκεί που τις άφησα; Σε αυτό το δωμάτιο, το τόσο "ιδιωτικό" και αμετάκλητο όσο και η μνήμη μας, τα αντικείμενα εμψυχώνουν μία σειρά από σενάρια. Μία θύμηση κατακλύζει το δωμάτιο, μία άλλη δυσκολεύεται να φανερωθεί, μία άλλη διαρρέει μπρος και πίσω στο χρόνο. Η έννοια του "άλλου" αιωρείται ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, σε αυτό που πέρασε, και σε αυτό που ανασύρεται κάθε φορά. Άλλωστε ποτέ δεν θυμόμαστε αυτούσια ή αντικειμενικά το συμβάν και το χώρο του. Πάντοτε εμψυχώνουμε την ανάμνηση με το δικό μας τρόπο. Μέσα από συνεχείς ανακλήσεις που προσπαθούν να διαιωνίσουν την ύπαρξη του "δωματίου", οι μνήμες συνομιλούν με το χώρο και το χρόνο, και μαζί με ένα μέρος του εαυτού μας. Είτε ως παρελθόν, είτε ως λήθη, είτε ως απώλεια, μοιάζουν να περιέχουν κάτι από αυτό που έχουμε ήδη χάσει.
Tο Μια εβδομάδα σε δέκα λεπτά, είναι ένα βίντεο στο οποίο η καταγραφή του unboxing, του ανοίγματος των κουτιών, θέτει τον θεατή μπροστά σε μια επαναλαμβανόμενη αναζήτηση μέσα σε κουτιά που δεν περιέχουν απολύτως τίποτα.Κάθε κουτί είναι η υπόσχεση ενός δώρου που πρόκειται να έρθει, υπόσχεται ένα δώρο του οποίου η αποστολή πάντα αναβάλλεται.
Ετεροτοπία. Τόπος μέσα στον τόπο, παραβιάζει τον πραγματικό χρόνο. Χώρος περιορισμένης πρόσβασης και αμφισβήτησης ανάμεσα στο πραγματικό και το εξωπραγματικό.
Η εκπλήρωση μιας τελευταίας επιθυμίας, οδηγεί τον Filipo σε ένα αναδρομικό ταξίδι, από τα βουνά της Ηπείρου, στο πρόσφατο παρελθόν της πρωτοχρονιάς του 1945. Η συνάντηση του, με την ιστορία του, αναβιώνει τις μνήμες ενός ολόκληρου χωριού, ξεδιπλώνοντας τις σχέσεις και το δέσιμο δύο λαών, απέναντι στην επιταγή μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής.












