Το πορτρέτο της μητέρας μου

Μια ημέρα της μητέρας μου. Παρουσιάζεται η ρουτίνα της, κάτι το οποίο προσωπικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρον μιας και πιστεύω ότι στο "ασήμαντο" βρίσκεται ο αληθινός εαυτός ενός ανθρώπου.
Σχετικά Έργα
Η ταινία περιγράφει την ζωή της Βαρβάρας. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα απλά ας την δει.
Ο ζωγράφος Πάρις Χατζηγιάννης, στο ατελιέ του, μιλάει για τον εαυτό του και τη ζωγραφική.
Ένας ελεύθερος δύτης μετατρέπεται σε νερό ενώ βουτά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, συνδέεται με τη φύση και γίνεται μέρος του υποβρύχιου περιβάλλοντος κυνηγώντας σαν θαλάσσιο αρπακτικό.
Ο μαγευτικός υποβρύχιος κόσμος είναι προσιτός σε εκείνους που ξεπερνούν τον φόβο και τολμούν να ωθήσουν τα ανθρώπινα όριά τους λίγο περισσότερο για να τον εξερευνήσουν. Το πάθος με τον γαλήνιο κόσμο κάτω από την επιφάνεια γίνεται τρόπος ζωής για όσους παραδίδονται στην αρνητική πλευστότητα.
Multiple distance sensors trigger sound events ας people move around and get close to the grid with the srceens.
Animation κοινωνικής ευαισθητοποίησης με θέμα την οδική ασφάλεια. Τονίζει τη χρήση του κράνους για την οδήγηση των δίκυκλων μηχανών.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Το έργο εστιάζει το βλέμμα του θεατη σε κοντινά πλάνα λουλουδιών ως στοιχεία της ομορφιάς της φύσης και της ψυχικής ανάτασης που δημιουργείται από την επαφή μαζί της.
Το κινηματογραφικό πορτραίτο ενός καλλιτέχνη, του Δημήτρη Παπαζάχου, ενός τελειόφοιτου της Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης αναδεικνύει μία καλλιτεχνική φιγούρα χωρίς την απλή προβολή των έργων του αλλά αναδεικνύοντας την προσωπικότητά του και την καλλιτεχνική του κλίση. Μέσα από την ανάδειξη της εσωτερικής καλλιτεχνικής του αναζήτησης προβάλεται μία οπτική του gay culture, σε συνδυασμό με το εξής ερώτημα: Τι σημαίνει τελικά "Visual Artist";
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.