Το πορτρέτο της μητέρας μου
Μια ημέρα της μητέρας μου. Παρουσιάζεται η ρουτίνα της, κάτι το οποίο προσωπικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρον μιας και πιστεύω ότι στο "ασήμαντο" βρίσκεται ο αληθινός εαυτός ενός ανθρώπου.
Σχετικά Έργα
Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει χάσει την ταυτότητά του και το μόνο που γνωρίζει είναι πως είναι δημοσιογράφος, επισκέπτεται μία περίεργη χώρα, η οποία απαγορεύει δια νόμου το χαμόγελο. Μέσα σε αυτήν την χώρα αισθάνεται πως χάνεται μέσα σε μία δυστοπία αποτελούμενη από αυτοκαταστροφικούς ανθρώπους που καταδικάζουν τελείως το χαμόγελο. Σε αυτήν την χώρα ζει πολλές προσωπικές ιστορίες που τον κάνουν να ξεχνάει ποιος είναι ο στόχος του σαν άνθρωπος αλλά και να ξεχνάει πώς είναι ένας άνθρωπος. Θα καταφέρει τελικά να βγει από αυτό το αδιέξοδο;
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.
Πορτρέτο της Δήμητρας Σαμαρά, μιας ταλαντούχας σχεδιάστριας μόδας που μόλις πριν λίγα χρόνια αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρο της. Μια μεγάλη ατυχία της ζωής της την οδήγησε να γίνει αυτό που ονειρευόταν καθώς ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει το μεγάλο σοκ ήταν να καταφύγει στο πάθος της. Μέσα από τη δημιουργία ενός φορέματος, από το μηδέν έως την τελική του μορφή, παρακολουθούμε μια παράλληλη εξέλιξη, την εξέλιξη της ίδιας, όπως την αφηγείται, αλλά και του κόκκινου φορέματος.
Το "Where Do I Exist?" είναι είναι η δημιουργία ενός εικονικού χώρου που αναζητά την σχέση μεταξύ των δύο κόσμων εικονικού και πραγματικού. Το έργο είναι αποτέλεσμα της σχέσης των περισσότερων ανθρώπων με τα social media κυρίως κατά την περίοδο της πανδημία. Γίνεται μία αναζήτηση για το πως θα μπορούσαμε να υπάρξουμε απελευθερωμένοι από το σώμα μας και τι θα σήμαινε αυτό για έννοιες όπως η ταυτότητα του φύλου, το άγγιγμα και ο θάνατος. Θα μπορούσαμε να απελευθερωθούμε και από αυτά πλησιάζοντας σε μία εικονική ύπαρξη; Ο κάθενας μπορεί να είναι μέρος του έργου είτε βλέποντας τον εαυτό του σε αυτό είτε κάνοντας ένα hashtag στο twitter με την λέξη #immaterial.
Το Phoenix αποτελεί την αναγέννηση των προσφύγων. Είναι ότι απέμεινε από την μεγάλη φωτιά στη δομή της Μόριας.
Το πορτρέτο ενός νέου, μοναχικού ανθρώπου που βρίσκεται σε μια ξένη χώρα και η μόνη του παρηγοριά είναι το τσιγάρο. Παρουσιάζεται η καθημερινότητά του κατά την οποία ζει με τα απαραίτητα και περιπλανιέται στην πόλη. Η θλίψη του προέρχεται από το γεγονός ότι βρίσκεται μόνος του χωρίς την οικογένεια του.
Το βίντεο που παρουσιάζεται αποτελεί ένα είδος καταγραφής – τεκμηρίωσης μίας χωρικής εγκατάστασης με διττό ρόλο, μέσω της θέασης/παρατήρησης και της συμμετοχής. Η διερεύνηση της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ ψηφιακού και πραγματικού χώρου, δρώντας σε αυτόν, ως κύριος άξονας της αφήγησης ο άνθρωπος, ορίζεται ως το πλαίσιο της έρευνας, με αντικείμενο μελέτης την έννοια της μεταφοράς στη συνύπαρξη της εμπειρίας ως αφήγηση και της εμπειρίας του παρόντος ως γεγονός επιτέλεσης. Το πραγματικό περιβάλλον, μέσω της καταγραφής, προβάλλεται σε ένα αναλογικό έργο και μεταφέρεται σε ένα ψηφιακό περιβάλλον (εικόνες-βίντεο-βιντεοπροβολή), συνδέοντας το πραγματικό, το ψηφιακό και τη ζωγραφική φόρμα. Αντίστοιχα, το φυσικό περιβάλλον της εγκατάστασης μεταφέρεται στην επιφάνεια προβολής, σε έναν ψηφιακό χώρο, μέσω της κάμερας και του προβολέα. H βιντεοπροβολή διακόπτεται με την είσοδο του επισκέπτη στον χώρο της διάδρασης. Δημιουργείται μία συνθήκη όπου ο θεατής/επισκέπτης, αφενός γίνεται δέκτης ψηφιακών ερεθισμάτων (βιντεοπροβολή) και αφετέρου βιώνει μία νέα χωρική εμπειρία μέσω της συσχέτισης του πραγματικού με τον ψηφιακό χώρο.
Η εκπλήρωση μιας τελευταίας επιθυμίας, οδηγεί τον Filipo σε ένα αναδρομικό ταξίδι, από τα βουνά της Ηπείρου, στο πρόσφατο παρελθόν της πρωτοχρονιάς του 1945. Η συνάντηση του, με την ιστορία του, αναβιώνει τις μνήμες ενός ολόκληρου χωριού, ξεδιπλώνοντας τις σχέσεις και το δέσιμο δύο λαών, απέναντι στην επιταγή μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής.
Οι μύθοι είναι ζωντανές ιστορίες που επιβιώνουν στο πέρασμα των χρόνων, βιώνουν τις αλλαγές, προσαρμόζονται, αλλά συνεχίζουν να προσφέρουν υλικό προς στοχασμό, έρευνα και δημιουργία. Η διαδραστική οπτικοακουστική θεατρική performance INRIRI θέτει ζητήματα μεταφοράς ενός αρχετυπικού μύθου σε μία πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη εποχή με στοιχεία σωματικού θεάτρου και ενσωματωμένη διαδραστική τεχνολογία στο χώρο. Μέρος της ιστορίας ένας μύθος της Καραϊβικής που μεταμορφώνει το σώμα, ένας τρυποκάρυδος και νέες τεχνολογίες στο χώρο.
Είναι Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943 και η μικρή πόλη των Καλαβρύτων πυρπολείται από το κατοχικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,
συγκεντρωμένος σε έναν κοντινό λόφο αφανίζεται από τα πυρά. Αυτό το έγκλημα πολέμου θα καταγραφεί στην ιστορία, μαζί με τη σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, ως η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Τρεις άνδρες που έζησαν αυτά τα γεγονότα ως παιδιά, κλειδωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, θυμούνται αυτήν την τραυματική εμπειρία.