Σχεσιακές Καταστάσεις
Την ώρα που ο παρατηρητής βρίσκεται μπροστά σε ένα έργο τέχνης και προσπαθεί να το καταλάβει, μπαίνει συνειδητά σε μια διαδικασία αναγνώρισης. Αυτό το επιτυγχάνει διότι ο εγκέφαλος αναγνωρίζει στο έργο τη σχέση μεταξύ κάποιων σχημάτων ή χρωμάτων και, αυτόματα, τα επαναφέρει στην μνήμη του. Αυτή η διαδικασία επιφέρει τις κατάλληλες συνθήκες για την δημιουργία νέων νευρωνικών επισυνάψεων. Χρησιμοποιώντας αυτές τις σταθερές, ο καλλιτέχνης προτείνει μια οπτικοακουστική performance με παρεμβολή του ήχου στην εικόνα σε πραγματικό χρόνο.
Σχετικά Έργα
Το Wroom, είναι μία ταινία η οποία ξεκινά με δύο κόκκινα σιδερένια αυτοκινητάκια, ένα chevrolet 1100 του 1953 & ένα πυροσβεστικό όχημα magirus deutz του 1954, μικρών διαστάσεων, τα οποία ξεχύνονται για έναν αγώνα δεξιοτήτων, με πατιλίκια και drifts με ορμή στην τραπεζαρία του σπιτιού τους.
Στο βασίλειο της ακουστικής υπέρ-πραγματικότητας συναντάμε τα ηχητικά ομοιώματα της τάξης του Κακού. Αυτά είναι ηχητικά σήματα που κρύβουν και μετουσιώνουν μια βαθιά ακουστική πραγματικότητα. Είναι παραστατικές παραπομπές, που όμως αποκρύπτουν το πραγματικό και υιοθετουν το ρόλο της διαστρεβλωμένης εκδοχής του. Το ομοιώματα της τάξης του κακού είναι μία διαστροφή της πραγματικότητας. Με το ηχητικό έργο τέχνης «Φυσική Διαστροφή» ο καλλιτέχνης διερευνά αυτογενετικούς, αυτοποιητικούς, ανταποκρινόμενους και βιομιμητικούς τρόπους δημιουργίας. Εξερευνά δρόμους μέσα από τους οποίους το αυθεντικό φυσικό ηχητικό σήμα μπορεί να μετατραπεί σε μία ηχητική καρικατούρα και ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο ισορροπεί μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου του, επαναπροσδιορίζεται ως μια νέα μουσική γλώσσα που εξυπηρετεί τόσο τις ακουσματικές όσο και τις μη κοχλιακές προσεγγίσεις της σύγχρονης ηχητικής τέχνης.
Το Phoenix αποτελεί την αναγέννηση των προσφύγων. Είναι ότι απέμεινε από την μεγάλη φωτιά στη δομή της Μόριας.
Το μεταβαλλόμενο αυτό κάδρο αντιπροσωπεύει μία αλληγορική εικόνα της ανθρώπινης φύσης, η οποία όταν βρίσκεται σε διαλεκτική με τον έξω κόσμο -κατά τη μετάβαση από την ιδιωτικη στη δημόσια ζωή- βιώνει αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα ενδοιασμού, προσμονής, επιφυλα κτικότητας, περιέργειας και εξωστρέφειας.
Ο χρόνος εμπειρίας της καραντίνας λειτούργησε ως εξανθρωπισμένος χρόνος. Η προηγούμενη κοινωνική βαρβαρότητα φυλακίστηκε στο οικείο κλουβί της ψυχής μου και έγινε ο χρόνος δημιουργίας μου. Κάθε μέρα ήταν ο φίλος μου, ένα αιώνιο κυκλικό και δυναμικό παρόν, μια συνείδηση χωρίς συγκρούσεις. Ήταν σαν μια αιωνιότητα που βιώνεται διαφορετικά κάθε στιγμή. Μια άνευ προηγουμένου μορφή ακινησίας με έπιασε και διαιωνίστηκε σε πολλά αφηρημένα θραύσματα που τελικά διαμόρφωσαν τη νέα υφή της ύπαρξής μου, σε αυτήν την περίεργη απομόνωση. Έγινε από το σφάγιο του χρόνου που ήμουν πριν, η ποιοτική του αποσύνθεση… Η πραγματικότητα παραμορφώθηκε και βιώθηκε απατηλά. Ο χρόνος από την αποξένωση που ήταν πριν, άλλαξε και έγινε το εξώφυλλο της γδαρμένης αλήθειας του εαυτού μου. Αυτός ο χρόνος, ονειρευόταν η συνείδησή μου να ζει.
Ετεροτοπία. Τόπος μέσα στον τόπο, παραβιάζει τον πραγματικό χρόνο. Χώρος περιορισμένης πρόσβασης και αμφισβήτησης ανάμεσα στο πραγματικό και το εξωπραγματικό.
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.
Το έργο αποτελεί μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός γυναικείου αγάλματος και ενός άνδρα. Αφορά τους ευσεβείς πόθους των ανθρώπων όπως τις εφαρμόζουν στις διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουν.
Ένας επαγγελματίας ηλεκτρολόγος δούλει στην βίλα ενώς πλούσιου επαγγελματία ηθοποιού. Ο ηλεκτρολόγος ταυτόχρονα είναι και ερασιτέχνης ηθοποιός θεάτρου. Η αγάπη για το θέατρο του ερασιτέχνη αποδεικνύεται πολύ μεγάλη καθώς όπου και αν βρεθεί προσπαθεί να μάθει τα λόγια του, ενώ ο επαγγελματίας ηθοποιός προσπαθεί να βγάλει χρήματα.