Φόβος - Ελπίδα
Παρουσίαση τρισδιάστατης χαρτογραφικής προβολής (3d projection mapping), στη πρόσοψη του Ιερού Ναού Παναγίας των Ξένων, Κυρα - Φανερωμένη, στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας, 2 Οκτωβρίου 2020 και ώρα 10:00.
Η παρούσα εργασία ακολουθώντας τη στρατηγική της εσκεμμένης ασάφειας και διασχίζοντας διαφορετικές εποχές, διανύουμε μια διαδρομή εικόνων και πληροφοριών, οι οποίες δηλώνουν την ελπίδα και τον φόβο σε διάφορους τομείς και χαρακτηρίζουν κάθε πολιτισμό και κάθε κοινωνία.
Ταυτόχρονα, πηγαίνοντας από τον φορμαλισμό στον ρεαλισμό, αναδεικνύεται ότι ο αριστοτελικός ορισμός της αναπαραστατικής ενότητας χώρου-χρόνου-δράσης, δεν ισχύει, πλέον, και τόσο στην τέχνη. Αναμφισβήτητα, η φορμαλιστική κίνηση, ανέδειξε ότι τα πλάνα δεν νοούνται μόνο σαν αλληλουχίες λογικών ενοτήτων, αλλά και σαν συλλήψεις θεωρητικές ή ιδεολογικές, όπου ο τρόπος σύνδεσής τους δεν νομιμοποιείται με βάση την αρχή της ενότητας του χωροχρόνου, αλλά με κάποιο αφηρημένο θεωρητικό πρότυπο, όπως είναι το υπόδειγμα της μεταφοράς, η πορεία μέσα από τις αντιθέσεις, οι συμβολισμοί και οτιδήποτε άλλο ενισχύει την αφαίρεση του θεωρητικού προτύπου. Αλλά και ο εσωτερικός ρεαλισμός, ο οποίος δε συνιστά κάποια θεωρία αλήθειας, προβάλλει τη σύγκλιση δύο, εκ πρώτης όψεως, ασύμβατων ιδεών.
Χρυσαυγή Ούτσικα, Δημήτρης Δάνδαλος
Σχετικά Έργα
Μια περιπλάνηση στην ιστορία του Λαζαρέτο, της έρημης βραχονησίδας κοντά στην πόλη της Κέρκυρας που λειτούργησε επί αιώνες ως λοιμοκαθαρτήριο και τόπος εκτέλεσης πολιτικών κρατουμένων στον Εμφύλιο, μέσα από θραυσματικές μαρτυρίες και πρωτότυπες πηγές που συνδέονται αντιστικτικά ή συνομιλούν η μια με την άλλη σκιαγραφώντας την ταυτότητα του τόπου.
Tο Μια εβδομάδα σε δέκα λεπτά, είναι ένα βίντεο στο οποίο η καταγραφή του unboxing, του ανοίγματος των κουτιών, θέτει τον θεατή μπροστά σε μια επαναλαμβανόμενη αναζήτηση μέσα σε κουτιά που δεν περιέχουν απολύτως τίποτα.Κάθε κουτί είναι η υπόσχεση ενός δώρου που πρόκειται να έρθει, υπόσχεται ένα δώρο του οποίου η αποστολή πάντα αναβάλλεται.
“Επί π(α)τωμάτων”. H καταστροφή ως καλλιτεχνική πρακτική. Η διαδραστική εγκατάσταση πραγματεύεται την κοινωνική αδιαφορία και την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι σε καθημερινές καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μας και τις προσπερνάμε. Το έργο αποτελείται από μια ζωγραφική σύνθεση η οποία απεικονίζει ανθρώπινες φιγούρες σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους και έναν αισθητήρα που ακολουθεί την κίνηση του κοινού. Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, έχει τόσο καλλιτεχνικές όσο και κοινωνικές προεκτάσεις. Πραγματεύεται την Καταστροφή ως καλλιτεχνική πράξη όπως εκφράστηκε από την καλλιτεχνική ομάδα DIAS το 1966 και το σύνδρομο “Επίδραση των παρευρισκομένων”, ένα φαινόμενο της κοινωνικής ψυχολογίας που αναφέρεται στην αδιαφορία, την απάθεια και την αποστασιοποίηση απέναντι στην κοινωνική αναγκαιότητα να προστατεύσουμε άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης. Το έργο σχολιάζει τις παραπάνω καταστάσεις αφενός μέσω της πράξης του πατήματος και αφετέρου μέσω της καταστροφής που συντελείται στο ίδιο.
Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης του μεταπτυχιακού προγράμματος του τμήματος Τεχνών ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Η μελέτη του θέματος θα είναι τα γεγονότα και τα δεδομένα με αφορμή την συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Η παρούσα εργασία σκοπό έχει να εμπλουτίσει το θεωρητικό πλαίσιο μελέτης. Η δομή της βασίζεται σε στοιχεία τα οποία έχω συλλέξει (σπάνιο φωτογραφικό υλικό, επιστολές, κα), από τα Δημόσια αρχεία του Κράτους, το Μουσείο Καποδίστρια αλλά και την Αναγνωστική εταιρεία.
Η συγκεκριμένη πτυχιακή εργασία αφορά την παραγωγή, την σκηνοθεσία και τη δημιουργία animation ενός videoclip σύγχρονου χορού διάρκειας τεσσάρων (4) λεπτών. O τίτλος του είναι «ΛΗΘΗ: Videoclip με την τεχνική του Rotoscoping» και έχει ως θέμα την απώλεια ενός μεγάλου καλοκαιρινού έρωτα και τον πόνο που έρχεται όταν αυτός τελειώνει. Στόχος της είναι να συνδυαστούν αρμονικά όλα τα στοιχεία δηλαδή ο χορός, το περιβάλλον, τα χρώματα, η μουσική και το animation προκειμένου να δημιουργήσει στο θεατή ένα αίσθημα νοσταλγίας και μελαγχολίας.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Το συγκεκριμένο έργο αποτελείται από πολλαπλές βιντεοσκοπημένες κυλίσεις προς τα κάτω (scroll down) γνωστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης από κινητό τηλέφωνο (smart phone) οι οποίες προβάλλονται σε οριζόντια διάταξη και με συνεχόμενη ροή. Σε δεύτερη ανάγνωση και αφού ο θεατής απομακρυνθεί από την επί μέρους πληροφορία συνειδητοποιεί ότι σε όλη την έκταση του το βίντεο σχηματίζεται η ελληνική σημαία. Το έργο επιχειρεί να θέσει ερωτήματα που αφορούν τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση, που καταλήγει κατάχρηση, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ελληνική καθημερινότητα. Λειτουργώντας άλλοτε ως μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης και άλλοτε ως εργαλεία χειραγώγησης, τα αποκαλούμενα social media απασχολούν και επηρεάζουν έντονα το κοινωνικό σύνολο, ενώ οι δημοσιεύσεις των πολλαπλών χρηστών τους αποτελούν πλέον αναπόσπαστο τμήμα του σύγχρονου (ψηφιακού) δημόσιου χώρου.
Ο χρόνος εμπειρίας της καραντίνας λειτούργησε ως εξανθρωπισμένος χρόνος. Η προηγούμενη κοινωνική βαρβαρότητα φυλακίστηκε στο οικείο κλουβί της ψυχής μου και έγινε ο χρόνος δημιουργίας μου. Κάθε μέρα ήταν ο φίλος μου, ένα αιώνιο κυκλικό και δυναμικό παρόν, μια συνείδηση χωρίς συγκρούσεις. Ήταν σαν μια αιωνιότητα που βιώνεται διαφορετικά κάθε στιγμή. Μια άνευ προηγουμένου μορφή ακινησίας με έπιασε και διαιωνίστηκε σε πολλά αφηρημένα θραύσματα που τελικά διαμόρφωσαν τη νέα υφή της ύπαρξής μου, σε αυτήν την περίεργη απομόνωση. Έγινε από το σφάγιο του χρόνου που ήμουν πριν, η ποιοτική του αποσύνθεση… Η πραγματικότητα παραμορφώθηκε και βιώθηκε απατηλά. Ο χρόνος από την αποξένωση που ήταν πριν, άλλαξε και έγινε το εξώφυλλο της γδαρμένης αλήθειας του εαυτού μου. Αυτός ο χρόνος, ονειρευόταν η συνείδησή μου να ζει.
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.