Μια εβδομάδα σε 10 λεπτά
Tο Μια εβδομάδα σε δέκα λεπτά, είναι ένα βίντεο στο οποίο η καταγραφή του unboxing, του ανοίγματος των κουτιών, θέτει τον θεατή μπροστά σε μια επαναλαμβανόμενη αναζήτηση μέσα σε κουτιά που δεν περιέχουν απολύτως τίποτα.Κάθε κουτί είναι η υπόσχεση ενός δώρου που πρόκειται να έρθει, υπόσχεται ένα δώρο του οποίου η αποστολή πάντα αναβάλλεται.
Κωνσταντίνος Τηλιγάδης
Σχετικά Έργα
Ο χρόνος εμπειρίας της καραντίνας λειτούργησε ως εξανθρωπισμένος χρόνος. Η προηγούμενη κοινωνική βαρβαρότητα φυλακίστηκε στο οικείο κλουβί της ψυχής μου και έγινε ο χρόνος δημιουργίας μου. Κάθε μέρα ήταν ο φίλος μου, ένα αιώνιο κυκλικό και δυναμικό παρόν, μια συνείδηση χωρίς συγκρούσεις. Ήταν σαν μια αιωνιότητα που βιώνεται διαφορετικά κάθε στιγμή. Μια άνευ προηγουμένου μορφή ακινησίας με έπιασε και διαιωνίστηκε σε πολλά αφηρημένα θραύσματα που τελικά διαμόρφωσαν τη νέα υφή της ύπαρξής μου, σε αυτήν την περίεργη απομόνωση. Έγινε από το σφάγιο του χρόνου που ήμουν πριν, η ποιοτική του αποσύνθεση… Η πραγματικότητα παραμορφώθηκε και βιώθηκε απατηλά. Ο χρόνος από την αποξένωση που ήταν πριν, άλλαξε και έγινε το εξώφυλλο της γδαρμένης αλήθειας του εαυτού μου. Αυτός ο χρόνος, ονειρευόταν η συνείδησή μου να ζει.
Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει χάσει την ταυτότητά του και το μόνο που γνωρίζει είναι πως είναι δημοσιογράφος, επισκέπτεται μία περίεργη χώρα, η οποία απαγορεύει δια νόμου το χαμόγελο. Μέσα σε αυτήν την χώρα αισθάνεται πως χάνεται μέσα σε μία δυστοπία αποτελούμενη από αυτοκαταστροφικούς ανθρώπους που καταδικάζουν τελείως το χαμόγελο. Σε αυτήν την χώρα ζει πολλές προσωπικές ιστορίες που τον κάνουν να ξεχνάει ποιος είναι ο στόχος του σαν άνθρωπος αλλά και να ξεχνάει πώς είναι ένας άνθρωπος. Θα καταφέρει τελικά να βγει από αυτό το αδιέξοδο;
Είναι Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943 και η μικρή πόλη των Καλαβρύτων πυρπολείται από το κατοχικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,
συγκεντρωμένος σε έναν κοντινό λόφο αφανίζεται από τα πυρά. Αυτό το έγκλημα πολέμου θα καταγραφεί στην ιστορία, μαζί με τη σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, ως η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Τρεις άνδρες που έζησαν αυτά τα γεγονότα ως παιδιά, κλειδωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, θυμούνται αυτήν την τραυματική εμπειρία.
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.
Το παρόν έργο αποτελεί μια ψηφιακή, διαδραστική, οπτικοακουστική εφαρμογή που δύναται να λειτουργεί είτε ως εικονική εγκατάσταση με ταυτόχρονη προβολή του περιεχομένου σε φυσικό χώρο είτε ως εκτελέσιμο ψηφιακό πολυμέσο σε οποιοδήποτε ηλεκτρονική υπολογιστή, συμβατό με τις τεχνικές προδιαγραφές της. Πραγματεύεται τη ροή της πληροφορίας, τη δημιουργία, συλλογή, αποθήκευση, ερμηνεία και αξιοποίησή της μέσα από αντιληπτικούς μηχανισμούς που μεταλλάσσονται -επαυξάνονται ή υποβαθμίζονται- με τα διαθέσιμα εργαλεία της ψηφιακής πραγματικότητας και τη μετουσίωση αυτής από μια αλληλουχία σειριακών τιμών παρακείμενων και αναφορικών σε ένα ενιαίο συγκείμενο, σε αυτό που αποκαλείται ως νόημα ή σημασία. Οι συμμέτοχοι αυτής της πραγματικότητας καλούνται να εμπλακούν στο βαθμό νοηματοδότησης που τους εκφράζει και που κυμαίνεται από την καθαρά προσληπτική και εμπειρική θέαση έως την μανιώδη αποσαφήνιση του συνόλου του περιεχομένου.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Καθώς η '' Έναστρη Νύχτα'' του Βίνσεντ Βαν Γκογκ αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου έργα ζωγραφικής, δημιούργησα μια ηχητική σύνθεση με κύριο στόχο τη δημιουργία ατμόσφαιρας με μια πιο ελεύθερη και αφαιρετική προσέγγιση . Αποτυπώνονται οι μικρές πινελιές, τα χρώματα , η στροβιλώδης ροή , το φυσικό τοπίο του πίνακα και η ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Το κομμάτι σε συνδυασμό με δυο εικόνες αποτελείται απο τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος ,παρουσιάζεται το νυχτερινό τοπίο, στο δεύτερο τα έντονα συναισθήματα του καλλιτέχνη και στο τρίτο η φύση με τη δύναμη της που ηρεμεί την ψυχή του ανθρώπου.
Πού πηγαίνουν οι μνήμες όταν χάνονται; Και όταν δεν τις ανακαλώ, βρίσκονται εκεί που τις άφησα; Σε αυτό το δωμάτιο, το τόσο "ιδιωτικό" και αμετάκλητο όσο και η μνήμη μας, τα αντικείμενα εμψυχώνουν μία σειρά από σενάρια. Μία θύμηση κατακλύζει το δωμάτιο, μία άλλη δυσκολεύεται να φανερωθεί, μία άλλη διαρρέει μπρος και πίσω στο χρόνο. Η έννοια του "άλλου" αιωρείται ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, σε αυτό που πέρασε, και σε αυτό που ανασύρεται κάθε φορά. Άλλωστε ποτέ δεν θυμόμαστε αυτούσια ή αντικειμενικά το συμβάν και το χώρο του. Πάντοτε εμψυχώνουμε την ανάμνηση με το δικό μας τρόπο. Μέσα από συνεχείς ανακλήσεις που προσπαθούν να διαιωνίσουν την ύπαρξη του "δωματίου", οι μνήμες συνομιλούν με το χώρο και το χρόνο, και μαζί με ένα μέρος του εαυτού μας. Είτε ως παρελθόν, είτε ως λήθη, είτε ως απώλεια, μοιάζουν να περιέχουν κάτι από αυτό που έχουμε ήδη χάσει.
“Επί π(α)τωμάτων”. H καταστροφή ως καλλιτεχνική πρακτική. Η διαδραστική εγκατάσταση πραγματεύεται την κοινωνική αδιαφορία και την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι σε καθημερινές καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μας και τις προσπερνάμε. Το έργο αποτελείται από μια ζωγραφική σύνθεση η οποία απεικονίζει ανθρώπινες φιγούρες σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους και έναν αισθητήρα που ακολουθεί την κίνηση του κοινού. Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, έχει τόσο καλλιτεχνικές όσο και κοινωνικές προεκτάσεις. Πραγματεύεται την Καταστροφή ως καλλιτεχνική πράξη όπως εκφράστηκε από την καλλιτεχνική ομάδα DIAS το 1966 και το σύνδρομο “Επίδραση των παρευρισκομένων”, ένα φαινόμενο της κοινωνικής ψυχολογίας που αναφέρεται στην αδιαφορία, την απάθεια και την αποστασιοποίηση απέναντι στην κοινωνική αναγκαιότητα να προστατεύσουμε άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης. Το έργο σχολιάζει τις παραπάνω καταστάσεις αφενός μέσω της πράξης του πατήματος και αφετέρου μέσω της καταστροφής που συντελείται στο ίδιο.
Το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ εστιάζει στην προετοιμασία της solo performance «EVA»,
μιας performance η οποία πραγματοποιείται από την χορεύτρια και performer Ευαγγελία
Ράντου. Το project «EVA» βασίζεται στις προσωπικές της εμπειρίες και έχει δημιουργηθεί και εκτελεστεί από την ίδια. Η ταινία αποκαλύπτει τις στιγμές όπου η χορεύτρια δουλεύει με το σώμα της, πειραματίζεται, δημιουργεί και αυτοσχεδιάζει. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα πορτραίτο της ίδιας της χορεύτριας, αλλά και του έργου που δημιουργεί.