Ψωμί και μια κουβέρτα

Είναι Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943 και η μικρή πόλη των Καλαβρύτων πυρπολείται από το κατοχικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,
συγκεντρωμένος σε έναν κοντινό λόφο αφανίζεται από τα πυρά. Αυτό το έγκλημα πολέμου θα καταγραφεί στην ιστορία, μαζί με τη σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, ως η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Τρεις άνδρες που έζησαν αυτά τα γεγονότα ως παιδιά, κλειδωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, θυμούνται αυτήν την τραυματική εμπειρία.
Σκηνοθεσία / Φωτογραφία / Μοντάζ / Σενάριο / Μίξη / Μουσική: Δημήτρης Γκρίντζος Επίβλεψη: Μαρία Χάλκου Βοηθοί σκηνοθέτη: Νίκος Γκρίντζος, Μαργαρίτα Χαλακατεβάκη Ηχοληψία: Δημήτρης Γκρίντζος, Μαργαρίτα Χαλακατεβάκη Ακορντεόν: Μαργαρίτα Χαλακατεβάκη Συμμετέχουν: Σωκράτης Αθανασιάδης, Γιώργος Δημόπουλος, Σωτήρης Θανόπουλος
Σχετικά Έργα
Η ατμόσφαιρα του χώρου και η συναισθηματική φόρτιση είναι τα κυρίαρχα σημεία στο έργο. Τα παράθυρα ως πρωταγωνιστές έχουν διττή σημασία. Τα διαδικτυακά παράθυρα -καρτέλες- ως μέσο κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, υποκατάστατο μιας ζωής.
Στιγμές που συναντιούνται και συνθέτουν κάποιες καινούριες μέσα από clips λίγων δευτερολέπτων. Κοινό τους σημείο αποτελεί η συνειρμική σκέψη κατά τη δημιουργία τους και η αίσθηση της σουρεαλιστικής ονειρικής διάθεσης.
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.
Το θέμα της πτυχιακής εργασίας της Χάρις Μυρσιλίδη αφορά στην μεταφορά λογοτεχνικού κειμένου σε εικόνα. Τα αποσπάσματα των κειμένων που επιλέχτηκαν αποτελούν ιστορίες από τα παραμύθια των αδερφών Γκρίμ και συνδετικός κρίκος είναι το μοτίβο της μεταμόρφωσης. Η παρουσίαση του πρακτικού μέρους της πτυχιακής εργασίας αφορά εγκατάσταση με γλυπτά από πηλό, ηχητική επένδυση και φωτισμό .Ο γλυπτικός χώρος διαμορφώνεται από την Χάρις Μυρσιλίδη φοιτήτρια του τμήματος Τεχνών Ήχου και Εικόνας και ο ήχος από τον συνθέτη Ιωάννη Κονσολάκη.
Ο χρόνος εμπειρίας της καραντίνας λειτούργησε ως εξανθρωπισμένος χρόνος. Η προηγούμενη κοινωνική βαρβαρότητα φυλακίστηκε στο οικείο κλουβί της ψυχής μου και έγινε ο χρόνος δημιουργίας μου. Κάθε μέρα ήταν ο φίλος μου, ένα αιώνιο κυκλικό και δυναμικό παρόν, μια συνείδηση χωρίς συγκρούσεις. Ήταν σαν μια αιωνιότητα που βιώνεται διαφορετικά κάθε στιγμή. Μια άνευ προηγουμένου μορφή ακινησίας με έπιασε και διαιωνίστηκε σε πολλά αφηρημένα θραύσματα που τελικά διαμόρφωσαν τη νέα υφή της ύπαρξής μου, σε αυτήν την περίεργη απομόνωση. Έγινε από το σφάγιο του χρόνου που ήμουν πριν, η ποιοτική του αποσύνθεση… Η πραγματικότητα παραμορφώθηκε και βιώθηκε απατηλά. Ο χρόνος από την αποξένωση που ήταν πριν, άλλαξε και έγινε το εξώφυλλο της γδαρμένης αλήθειας του εαυτού μου. Αυτός ο χρόνος, ονειρευόταν η συνείδησή μου να ζει.
Mε αφορμή τη προετοιμασία του ταξιδιού, την παραγωγική διαδικασία της συντήρησης, της επισκευής και των εργασιών στο χώρο του καρνάγιου δημιουργείται το έργο “Δάσος των Ανέμων”. Το έργο πήρε τον τίτλο του από τον ήχο που αφήνει ο άνεμος περνώντας από τα κατάρτια των σκαφών. Το Δάσος των Ανέμων είναι ένα 360 video animation οπού εξελίσσετε σε έναν θεατρικό χώρο και απροσδιόριστο χρόνο. Tο βιντεο αποδίδει την αθέατη πλευρά ενός ονείρου, του ονείρου του ταξιδιού και της προετοιμασίας του με της μορφές να αιωρούνται απρόσωπες στο χώρο ως υφασμάτινες φόρμες εργασίας, δημιουργώντας μια χορογραφημένη κινησιολογική διαδικασία αφήγησης . Oι μορφές τρίβουν γυαλίζουν και φέρουν εις πέρας κάθε λογής εργασία με την επαναλαμβανόμενη κίνηση τους, εώς ότου αφήνονται στο κενό σαν αντικείμενα σε μια ατέρμων ελεύθερη πτώση.
Το βίντεο που παρουσιάζεται αποτελεί ένα είδος καταγραφής – τεκμηρίωσης μίας χωρικής εγκατάστασης με διττό ρόλο, μέσω της θέασης/παρατήρησης και της συμμετοχής. Η διερεύνηση της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ ψηφιακού και πραγματικού χώρου, δρώντας σε αυτόν, ως κύριος άξονας της αφήγησης ο άνθρωπος, ορίζεται ως το πλαίσιο της έρευνας, με αντικείμενο μελέτης την έννοια της μεταφοράς στη συνύπαρξη της εμπειρίας ως αφήγηση και της εμπειρίας του παρόντος ως γεγονός επιτέλεσης. Το πραγματικό περιβάλλον, μέσω της καταγραφής, προβάλλεται σε ένα αναλογικό έργο και μεταφέρεται σε ένα ψηφιακό περιβάλλον (εικόνες-βίντεο-βιντεοπροβολή), συνδέοντας το πραγματικό, το ψηφιακό και τη ζωγραφική φόρμα. Αντίστοιχα, το φυσικό περιβάλλον της εγκατάστασης μεταφέρεται στην επιφάνεια προβολής, σε έναν ψηφιακό χώρο, μέσω της κάμερας και του προβολέα. H βιντεοπροβολή διακόπτεται με την είσοδο του επισκέπτη στον χώρο της διάδρασης. Δημιουργείται μία συνθήκη όπου ο θεατής/επισκέπτης, αφενός γίνεται δέκτης ψηφιακών ερεθισμάτων (βιντεοπροβολή) και αφετέρου βιώνει μία νέα χωρική εμπειρία μέσω της συσχέτισης του πραγματικού με τον ψηφιακό χώρο.
Πού πηγαίνουν οι μνήμες όταν χάνονται; Και όταν δεν τις ανακαλώ, βρίσκονται εκεί που τις άφησα; Σε αυτό το δωμάτιο, το τόσο "ιδιωτικό" και αμετάκλητο όσο και η μνήμη μας, τα αντικείμενα εμψυχώνουν μία σειρά από σενάρια. Μία θύμηση κατακλύζει το δωμάτιο, μία άλλη δυσκολεύεται να φανερωθεί, μία άλλη διαρρέει μπρος και πίσω στο χρόνο. Η έννοια του "άλλου" αιωρείται ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, σε αυτό που πέρασε, και σε αυτό που ανασύρεται κάθε φορά. Άλλωστε ποτέ δεν θυμόμαστε αυτούσια ή αντικειμενικά το συμβάν και το χώρο του. Πάντοτε εμψυχώνουμε την ανάμνηση με το δικό μας τρόπο. Μέσα από συνεχείς ανακλήσεις που προσπαθούν να διαιωνίσουν την ύπαρξη του "δωματίου", οι μνήμες συνομιλούν με το χώρο και το χρόνο, και μαζί με ένα μέρος του εαυτού μας. Είτε ως παρελθόν, είτε ως λήθη, είτε ως απώλεια, μοιάζουν να περιέχουν κάτι από αυτό που έχουμε ήδη χάσει.
Η ταινία περιγράφει την ζωή της Βαρβάρας. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα απλά ας την δει.












