DeepRedShip

DeepRedShip - Depression. Παράφραση, παραπομπή του τίτλου με τη θλίψη, την κατάθλιψη που προκαλούν οι σκληρές εικόνες των πνιγμένων παιδιών στη Μεσόγειο, στον υγρό τάφο των κατατρεγμένων προσφύγων. Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο (...) και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί". Ένα μικρό κόκκινο καράβι, χάρτινο, εύθραυστο, ματωμένο. Παιδιά... άνθρωποι στη θάλασσα, εικόνες που μας στοιχειώνουν.
Σχετικά Έργα
Αυτό είναι το πρώτο βίντεο της οπτικοακουστικής μου εγκατάστασης με τίτλο "Riot Strike Riot". Στη συγκεκριμένη εγκατάσταση παρουσιάστηκε από μία υποκειμενική οπτική, η κοινωνικοπολιτική εικόνα του σήμερα μέσω οπτικοακουστικών ψηφιακών μέσων και αντικειμένων. O τίτλος είναι από το ομώνυμο βιβλίο του Joshua Clover.
Η πηγή των δακρύων: Ένας τόπος σημαντικός ήδη από την περίοδο που οι Άραβες βρίσκονταν στην περιοχή. Μέσω της πηγής υδροδοτούταν όλη η περιοχή της Ανδαλουσίας φτάνοντας μέχρι τη Μαδρίτη. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Federico Garcia Lorca οδηγείται εκεί και εκτελείται. Το έργο του τροφοδότησε με τη σειρά του ολόκληρη την Ισπανία και διαδόθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο. Στο ντοκιμαντέρ μπλέκονται γεγονότα της ζωής του με δραματοποιημένα αποσπάσματα από το έργο του, με στόχο το Duende (όπως έλεγε και ο ίδιος), την πεμπτουσία των πραγμάτων.
Το βίντεο που παρουσιάζεται αποτελεί ένα είδος καταγραφής – τεκμηρίωσης μίας χωρικής εγκατάστασης με διττό ρόλο, μέσω της θέασης/παρατήρησης και της συμμετοχής. Η διερεύνηση της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ ψηφιακού και πραγματικού χώρου, δρώντας σε αυτόν, ως κύριος άξονας της αφήγησης ο άνθρωπος, ορίζεται ως το πλαίσιο της έρευνας, με αντικείμενο μελέτης την έννοια της μεταφοράς στη συνύπαρξη της εμπειρίας ως αφήγηση και της εμπειρίας του παρόντος ως γεγονός επιτέλεσης. Το πραγματικό περιβάλλον, μέσω της καταγραφής, προβάλλεται σε ένα αναλογικό έργο και μεταφέρεται σε ένα ψηφιακό περιβάλλον (εικόνες-βίντεο-βιντεοπροβολή), συνδέοντας το πραγματικό, το ψηφιακό και τη ζωγραφική φόρμα. Αντίστοιχα, το φυσικό περιβάλλον της εγκατάστασης μεταφέρεται στην επιφάνεια προβολής, σε έναν ψηφιακό χώρο, μέσω της κάμερας και του προβολέα. H βιντεοπροβολή διακόπτεται με την είσοδο του επισκέπτη στον χώρο της διάδρασης. Δημιουργείται μία συνθήκη όπου ο θεατής/επισκέπτης, αφενός γίνεται δέκτης ψηφιακών ερεθισμάτων (βιντεοπροβολή) και αφετέρου βιώνει μία νέα χωρική εμπειρία μέσω της συσχέτισης του πραγματικού με τον ψηφιακό χώρο.
Η βιντεοεγκατάσταση στην έκθεση τονίζει και ταυτοχρόνως αναιρεί τη χρονικότητα ενός μέσου που η κυρίαρχη μορφή έκφρασης του είναι ο χώρος.
Είναι Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943 και η μικρή πόλη των Καλαβρύτων πυρπολείται από το κατοχικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,
συγκεντρωμένος σε έναν κοντινό λόφο αφανίζεται από τα πυρά. Αυτό το έγκλημα πολέμου θα καταγραφεί στην ιστορία, μαζί με τη σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, ως η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Τρεις άνδρες που έζησαν αυτά τα γεγονότα ως παιδιά, κλειδωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, θυμούνται αυτήν την τραυματική εμπειρία.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Έργο καθρέπτης που αλληλεπιδρά με το "Me myself & ai" της Σόφης Μουτάφη. Η δημιουργία αυτού του έργου προκύπτει από τη συνεργασία ανθρώπου και μηχανής, κάτι που το τοποθετεί στην τομή αυτών των δύο μεγάλων συνόλων.
Το έργο συνθέτει μια σειρά από τυχαία αντικείμενα που σχετίζονται με την ιστορία της τέχνης και του σχεδιασμού, άλλοτε διακοσμητικά κι άλλοτε χρηστικά, μετατρέποντάς τα σε ένα μη οριστικό αντικείμενο [μπουκέτο] που επιπλέει στο χώρο.
To Βlah ως εικαστικό έργο επιδιώκει τη διάδραση με το φαινόμενο του ομιλούντος υποκειμένου. Το έργο ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φωνή με αέρα, και η ένταση του αέρα είναι ανάλογη της έντασης της φωνής.
Δανειζόμενο διαδικασίες εμβύθισης από το σωματικό θέατρο και το πλαίσιο του Black Box, το έργο επιδιώκει στη δημιουργία μιας απελευθερωτικής συνθήκης όπου οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να πειραματιστούν με τη φωνή τους έξω από το σύστημα της οργανωμένης γλώσσας.
Το Blah αποτελεί το εικαστικό μέρος της διπλωματικής μου εργασίας πάνω στη προβληματική των τριών διαστάσεων την οργανωμένης γλώσσας: επικοινωνία-έκφραση-νοηματοδότηση.
1x1x0.4
Πού πηγαίνουν οι μνήμες όταν χάνονται; Και όταν δεν τις ανακαλώ, βρίσκονται εκεί που τις άφησα; Σε αυτό το δωμάτιο, το τόσο "ιδιωτικό" και αμετάκλητο όσο και η μνήμη μας, τα αντικείμενα εμψυχώνουν μία σειρά από σενάρια. Μία θύμηση κατακλύζει το δωμάτιο, μία άλλη δυσκολεύεται να φανερωθεί, μία άλλη διαρρέει μπρος και πίσω στο χρόνο. Η έννοια του "άλλου" αιωρείται ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, σε αυτό που πέρασε, και σε αυτό που ανασύρεται κάθε φορά. Άλλωστε ποτέ δεν θυμόμαστε αυτούσια ή αντικειμενικά το συμβάν και το χώρο του. Πάντοτε εμψυχώνουμε την ανάμνηση με το δικό μας τρόπο. Μέσα από συνεχείς ανακλήσεις που προσπαθούν να διαιωνίσουν την ύπαρξη του "δωματίου", οι μνήμες συνομιλούν με το χώρο και το χρόνο, και μαζί με ένα μέρος του εαυτού μας. Είτε ως παρελθόν, είτε ως λήθη, είτε ως απώλεια, μοιάζουν να περιέχουν κάτι από αυτό που έχουμε ήδη χάσει.