Something Goes
Το παρόν έργο αποτελεί μια ψηφιακή, διαδραστική, οπτικοακουστική εφαρμογή που δύναται να λειτουργεί είτε ως εικονική εγκατάσταση με ταυτόχρονη προβολή του περιεχομένου σε φυσικό χώρο είτε ως εκτελέσιμο ψηφιακό πολυμέσο σε οποιοδήποτε ηλεκτρονική υπολογιστή, συμβατό με τις τεχνικές προδιαγραφές της. Πραγματεύεται τη ροή της πληροφορίας, τη δημιουργία, συλλογή, αποθήκευση, ερμηνεία και αξιοποίησή της μέσα από αντιληπτικούς μηχανισμούς που μεταλλάσσονται -επαυξάνονται ή υποβαθμίζονται- με τα διαθέσιμα εργαλεία της ψηφιακής πραγματικότητας και τη μετουσίωση αυτής από μια αλληλουχία σειριακών τιμών παρακείμενων και αναφορικών σε ένα ενιαίο συγκείμενο, σε αυτό που αποκαλείται ως νόημα ή σημασία. Οι συμμέτοχοι αυτής της πραγματικότητας καλούνται να εμπλακούν στο βαθμό νοηματοδότησης που τους εκφράζει και που κυμαίνεται από την καθαρά προσληπτική και εμπειρική θέαση έως την μανιώδη αποσαφήνιση του συνόλου του περιεχομένου.
Γεωργία Σκαρτάδου, Βασίλειος Καραβασίλης
Σχετικά Έργα
Το animation είναι η εμψύχωση του παραμυθιού " Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας". " Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας " είναι μια από τις ιστορίες του ψυχίατρου Χόρχε Μπουκάι από το βιβλίο του "Να σου πω μια ιστορία" που την αφηγείται στον θεραπευόμενο του. Αναφέρεται στην απορία ενός παιδιού που παρατηρεί ότι ένας τεράστιος ελέφαντας του τσίρκου παραμένει δεμένος σε ένα μικρό ξυλαράκι χωρίς να προσπαθεί να ελευθερωθεί και χωρίς να διαμαρτύρεται. Ο ελέφαντας του τσίρκου παρέμενε δεμένος στο μικροσκοπικό του παλούκι γιατί «η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του».
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.
Ο χρόνος εμπειρίας της καραντίνας λειτούργησε ως εξανθρωπισμένος χρόνος. Η προηγούμενη κοινωνική βαρβαρότητα φυλακίστηκε στο οικείο κλουβί της ψυχής μου και έγινε ο χρόνος δημιουργίας μου. Κάθε μέρα ήταν ο φίλος μου, ένα αιώνιο κυκλικό και δυναμικό παρόν, μια συνείδηση χωρίς συγκρούσεις. Ήταν σαν μια αιωνιότητα που βιώνεται διαφορετικά κάθε στιγμή. Μια άνευ προηγουμένου μορφή ακινησίας με έπιασε και διαιωνίστηκε σε πολλά αφηρημένα θραύσματα που τελικά διαμόρφωσαν τη νέα υφή της ύπαρξής μου, σε αυτήν την περίεργη απομόνωση. Έγινε από το σφάγιο του χρόνου που ήμουν πριν, η ποιοτική του αποσύνθεση… Η πραγματικότητα παραμορφώθηκε και βιώθηκε απατηλά. Ο χρόνος από την αποξένωση που ήταν πριν, άλλαξε και έγινε το εξώφυλλο της γδαρμένης αλήθειας του εαυτού μου. Αυτός ο χρόνος, ονειρευόταν η συνείδησή μου να ζει.
Το κινηματογραφικό πορτραίτο ενός καλλιτέχνη, του Δημήτρη Παπαζάχου, ενός τελειόφοιτου της Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης αναδεικνύει μία καλλιτεχνική φιγούρα χωρίς την απλή προβολή των έργων του αλλά αναδεικνύοντας την προσωπικότητά του και την καλλιτεχνική του κλίση. Μέσα από την ανάδειξη της εσωτερικής καλλιτεχνικής του αναζήτησης προβάλεται μία οπτική του gay culture, σε συνδυασμό με το εξής ερώτημα: Τι σημαίνει τελικά "Visual Artist";
Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης του μεταπτυχιακού προγράμματος του τμήματος Τεχνών ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Η μελέτη του θέματος θα είναι τα γεγονότα και τα δεδομένα με αφορμή την συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Η παρούσα εργασία σκοπό έχει να εμπλουτίσει το θεωρητικό πλαίσιο μελέτης. Η δομή της βασίζεται σε στοιχεία τα οποία έχω συλλέξει (σπάνιο φωτογραφικό υλικό, επιστολές, κα), από τα Δημόσια αρχεία του Κράτους, το Μουσείο Καποδίστρια αλλά και την Αναγνωστική εταιρεία.
Μια περιπλάνηση στην ιστορία του Λαζαρέτο, της έρημης βραχονησίδας κοντά στην πόλη της Κέρκυρας που λειτούργησε επί αιώνες ως λοιμοκαθαρτήριο και τόπος εκτέλεσης πολιτικών κρατουμένων στον Εμφύλιο, μέσα από θραυσματικές μαρτυρίες και πρωτότυπες πηγές που συνδέονται αντιστικτικά ή συνομιλούν η μια με την άλλη σκιαγραφώντας την ταυτότητα του τόπου.
Το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ εστιάζει στην προετοιμασία της solo performance «EVA»,
μιας performance η οποία πραγματοποιείται από την χορεύτρια και performer Ευαγγελία
Ράντου. Το project «EVA» βασίζεται στις προσωπικές της εμπειρίες και έχει δημιουργηθεί και εκτελεστεί από την ίδια. Η ταινία αποκαλύπτει τις στιγμές όπου η χορεύτρια δουλεύει με το σώμα της, πειραματίζεται, δημιουργεί και αυτοσχεδιάζει. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα πορτραίτο της ίδιας της χορεύτριας, αλλά και του έργου που δημιουργεί.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Το Phoenix αποτελεί την αναγέννηση των προσφύγων. Είναι ότι απέμεινε από την μεγάλη φωτιά στη δομή της Μόριας.
Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει χάσει την ταυτότητά του και το μόνο που γνωρίζει είναι πως είναι δημοσιογράφος, επισκέπτεται μία περίεργη χώρα, η οποία απαγορεύει δια νόμου το χαμόγελο. Μέσα σε αυτήν την χώρα αισθάνεται πως χάνεται μέσα σε μία δυστοπία αποτελούμενη από αυτοκαταστροφικούς ανθρώπους που καταδικάζουν τελείως το χαμόγελο. Σε αυτήν την χώρα ζει πολλές προσωπικές ιστορίες που τον κάνουν να ξεχνάει ποιος είναι ο στόχος του σαν άνθρωπος αλλά και να ξεχνάει πώς είναι ένας άνθρωπος. Θα καταφέρει τελικά να βγει από αυτό το αδιέξοδο;