Κάποια στιγμή θα ξεχειλίσει

Μια σκέψη πάνω σε σε όλα αυτά δεν ακούμε, μέχρι να μην μπορούμε παρά να ακούσουμε.
Ένα animation με πρωταγωνιστή ένα πλάσμα που ακροβατεί ανάμεσα στις λέξεις που τη στοιχειώνουν. Όσο προσπαθεί να τις αποφύγει τόσο πιο έντονη η παρουσία τους. Η αποτύπωση ως μέσο κάθαρσης.
Το πλάσμα, ως εργαλείο, λειρουργεί για τη διοχετεύση και την απεικόνιση συναισθηματικων καταστάσεων. Οι λέξεις, ένα αποπνικτικό σούσουρο, λαμβάνονται από τον περίγυρο και σκαλίζονται στις σκέψεις. Όσο αγνοούνται τόσο πιο έντονη η παρουσία τους. Η μόνη κάθαρση είναι η αποτύπωσή τους, φέρνοντας το πλάσμα σε άμεση επαφή με αυτές.
(Τζοάννα Πουπάκη - Ιδέα, Εικονογράφηση, Γραμματοσειρά & Animation)
Σχετικά Έργα
Στο βασίλειο της ακουστικής υπέρ-πραγματικότητας συναντάμε τα ηχητικά ομοιώματα της τάξης του Κακού. Αυτά είναι ηχητικά σήματα που κρύβουν και μετουσιώνουν μια βαθιά ακουστική πραγματικότητα. Είναι παραστατικές παραπομπές, που όμως αποκρύπτουν το πραγματικό και υιοθετουν το ρόλο της διαστρεβλωμένης εκδοχής του. Το ομοιώματα της τάξης του κακού είναι μία διαστροφή της πραγματικότητας. Με το ηχητικό έργο τέχνης «Φυσική Διαστροφή» ο καλλιτέχνης διερευνά αυτογενετικούς, αυτοποιητικούς, ανταποκρινόμενους και βιομιμητικούς τρόπους δημιουργίας. Εξερευνά δρόμους μέσα από τους οποίους το αυθεντικό φυσικό ηχητικό σήμα μπορεί να μετατραπεί σε μία ηχητική καρικατούρα και ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο ισορροπεί μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου του, επαναπροσδιορίζεται ως μια νέα μουσική γλώσσα που εξυπηρετεί τόσο τις ακουσματικές όσο και τις μη κοχλιακές προσεγγίσεις της σύγχρονης ηχητικής τέχνης.
Το ερευνητικό ντοκιμαντέρ Στην Αναζήτηση της Αιωνιότητας (2020) εμβαθύνει σε τέσσερα βασικά στοιχεία της φόρμας του Θόδωρου Αγγελόπουλου και φέρνει στο φως νέες πληροφορίες χρησιμοποιώντας και αναλύοντας δεδομένα από ημι-δομημένες συνεντεύξεις ερευνητών και κινηματογραφιστών. Το ερευνητικό ντοκιμαντέρ είναι μέρος του πρακτικού διδακτορικού του Δρ. Ιάκωβου Παναγόπουλου που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιου του κεντρικού Λανκασαιρ με τίτλο:“Reshaping Contemporary Greek Cinema Through a Re-evaluation of the Historical and Political Perspective of Theo Angelopoulos's Work”(Panagopoulos, 2019)
Το έργο αποτελεί μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός γυναικείου αγάλματος και ενός άνδρα. Αφορά τους ευσεβείς πόθους των ανθρώπων όπως τις εφαρμόζουν στις διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουν.
Έργο καθρέπτης που αλληλεπιδρά με το "Me myself & ai" της Σόφης Μουτάφη. Η δημιουργία αυτού του έργου προκύπτει από τη συνεργασία ανθρώπου και μηχανής, κάτι που το τοποθετεί στην τομή αυτών των δύο μεγάλων συνόλων.
Η ατμόσφαιρα του χώρου και η συναισθηματική φόρτιση είναι τα κυρίαρχα σημεία στο έργο. Τα παράθυρα ως πρωταγωνιστές έχουν διττή σημασία. Τα διαδικτυακά παράθυρα -καρτέλες- ως μέσο κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, υποκατάστατο μιας ζωής.
“Επί π(α)τωμάτων”. H καταστροφή ως καλλιτεχνική πρακτική. Η διαδραστική εγκατάσταση πραγματεύεται την κοινωνική αδιαφορία και την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι σε καθημερινές καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μας και τις προσπερνάμε. Το έργο αποτελείται από μια ζωγραφική σύνθεση η οποία απεικονίζει ανθρώπινες φιγούρες σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους και έναν αισθητήρα που ακολουθεί την κίνηση του κοινού. Το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, έχει τόσο καλλιτεχνικές όσο και κοινωνικές προεκτάσεις. Πραγματεύεται την Καταστροφή ως καλλιτεχνική πράξη όπως εκφράστηκε από την καλλιτεχνική ομάδα DIAS το 1966 και το σύνδρομο “Επίδραση των παρευρισκομένων”, ένα φαινόμενο της κοινωνικής ψυχολογίας που αναφέρεται στην αδιαφορία, την απάθεια και την αποστασιοποίηση απέναντι στην κοινωνική αναγκαιότητα να προστατεύσουμε άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης. Το έργο σχολιάζει τις παραπάνω καταστάσεις αφενός μέσω της πράξης του πατήματος και αφετέρου μέσω της καταστροφής που συντελείται στο ίδιο.
Το έργο αναφέρεται σε μία ασφυκτική σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η οποία εκφράζεται με το εμμονικό κάλεσμα του πατέρα στον γιο, για να πάει να φάει ζεστό το φαγητό του. Ο γιος ζει σε ρυθμούς επιτακτικού πρωινού/μεσημεριανού/βραδινού με ελάχιστες αποδράσεις καθώς ο πατέρας δεν σταματά σχεδόν ποτέ να φωνάζει, έχοντας μια φωνή διαπεραστική. Εκείνος ζει σε ρυθμούς συνεχούς ορθοστατικής παραγωγής φαγητού. Ένας γιος πολύ ελαστικός, ένας πατέρας πολύ άκαμπτος. Ένα ξύλο, επίσης άκαμπτο, το οποίο ασκεί ακατανίκητη έλξη στον γιό. Εκείνη την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Η υψηλότερη θερμοκρασία βρασμού βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Οι παφλασμοί και οι κοχλασμοί έγιναν ένα. Η άπνοια και η εμβύθιση στην ίδια την κατσαρόλα του πατέρα του, που αποτελεί το σύμβολο της επιρροής του, τελικά οδηγoύν στην απελευθέρωση του. Σφίχτηκε τόσο πολύ επάνω της, που για πρώτη φορά σταθεροποιήθηκε. Αφέθηκαν στο να τους παρασύρει το κύμα και επιπλέοντας επιπλοποιήθηκαν.
Ένας επαγγελματίας ηλεκτρολόγος δούλει στην βίλα ενώς πλούσιου επαγγελματία ηθοποιού. Ο ηλεκτρολόγος ταυτόχρονα είναι και ερασιτέχνης ηθοποιός θεάτρου. Η αγάπη για το θέατρο του ερασιτέχνη αποδεικνύεται πολύ μεγάλη καθώς όπου και αν βρεθεί προσπαθεί να μάθει τα λόγια του, ενώ ο επαγγελματίας ηθοποιός προσπαθεί να βγάλει χρήματα.
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.