Κάποια στιγμή θα ξεχειλίσει

Μια σκέψη πάνω σε σε όλα αυτά δεν ακούμε, μέχρι να μην μπορούμε παρά να ακούσουμε.
Ένα animation με πρωταγωνιστή ένα πλάσμα που ακροβατεί ανάμεσα στις λέξεις που τη στοιχειώνουν. Όσο προσπαθεί να τις αποφύγει τόσο πιο έντονη η παρουσία τους. Η αποτύπωση ως μέσο κάθαρσης.
Το πλάσμα, ως εργαλείο, λειρουργεί για τη διοχετεύση και την απεικόνιση συναισθηματικων καταστάσεων. Οι λέξεις, ένα αποπνικτικό σούσουρο, λαμβάνονται από τον περίγυρο και σκαλίζονται στις σκέψεις. Όσο αγνοούνται τόσο πιο έντονη η παρουσία τους. Η μόνη κάθαρση είναι η αποτύπωσή τους, φέρνοντας το πλάσμα σε άμεση επαφή με αυτές.
(Τζοάννα Πουπάκη - Ιδέα, Εικονογράφηση, Γραμματοσειρά & Animation)
Σχετικά Έργα
Η ατμόσφαιρα του χώρου και η συναισθηματική φόρτιση είναι τα κυρίαρχα σημεία στο έργο. Τα παράθυρα ως πρωταγωνιστές έχουν διττή σημασία. Τα διαδικτυακά παράθυρα -καρτέλες- ως μέσο κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, υποκατάστατο μιας ζωής.
Animation κοινωνικής ευαισθητοποίησης με θέμα την οδική ασφάλεια. Τονίζει τη χρήση του κράνους για την οδήγηση των δίκυκλων μηχανών.
Στην εικόνα του σώματος ενυπάρχει κάθε έκφραση του υποκειμένου δηλώνοντας την έλλειψη του είναι, την οποία προσπαθεί να καλύψει η επιθυμία.
Το Phoenix αποτελεί την αναγέννηση των προσφύγων. Είναι ότι απέμεινε από την μεγάλη φωτιά στη δομή της Μόριας.
Είναι Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943 και η μικρή πόλη των Καλαβρύτων πυρπολείται από το κατοχικό στρατό της ναζιστικής Γερμανίας, ενώ ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός,
συγκεντρωμένος σε έναν κοντινό λόφο αφανίζεται από τα πυρά. Αυτό το έγκλημα πολέμου θα καταγραφεί στην ιστορία, μαζί με τη σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, ως η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Τρεις άνδρες που έζησαν αυτά τα γεγονότα ως παιδιά, κλειδωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, θυμούνται αυτήν την τραυματική εμπειρία.
Το βίντεο που παρουσιάζεται αποτελεί ένα είδος καταγραφής – τεκμηρίωσης μίας χωρικής εγκατάστασης με διττό ρόλο, μέσω της θέασης/παρατήρησης και της συμμετοχής. Η διερεύνηση της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ ψηφιακού και πραγματικού χώρου, δρώντας σε αυτόν, ως κύριος άξονας της αφήγησης ο άνθρωπος, ορίζεται ως το πλαίσιο της έρευνας, με αντικείμενο μελέτης την έννοια της μεταφοράς στη συνύπαρξη της εμπειρίας ως αφήγηση και της εμπειρίας του παρόντος ως γεγονός επιτέλεσης. Το πραγματικό περιβάλλον, μέσω της καταγραφής, προβάλλεται σε ένα αναλογικό έργο και μεταφέρεται σε ένα ψηφιακό περιβάλλον (εικόνες-βίντεο-βιντεοπροβολή), συνδέοντας το πραγματικό, το ψηφιακό και τη ζωγραφική φόρμα. Αντίστοιχα, το φυσικό περιβάλλον της εγκατάστασης μεταφέρεται στην επιφάνεια προβολής, σε έναν ψηφιακό χώρο, μέσω της κάμερας και του προβολέα. H βιντεοπροβολή διακόπτεται με την είσοδο του επισκέπτη στον χώρο της διάδρασης. Δημιουργείται μία συνθήκη όπου ο θεατής/επισκέπτης, αφενός γίνεται δέκτης ψηφιακών ερεθισμάτων (βιντεοπροβολή) και αφετέρου βιώνει μία νέα χωρική εμπειρία μέσω της συσχέτισης του πραγματικού με τον ψηφιακό χώρο.
Μια περιπλάνηση στην ιστορία του Λαζαρέτο, της έρημης βραχονησίδας κοντά στην πόλη της Κέρκυρας που λειτούργησε επί αιώνες ως λοιμοκαθαρτήριο και τόπος εκτέλεσης πολιτικών κρατουμένων στον Εμφύλιο, μέσα από θραυσματικές μαρτυρίες και πρωτότυπες πηγές που συνδέονται αντιστικτικά ή συνομιλούν η μια με την άλλη σκιαγραφώντας την ταυτότητα του τόπου.
DeepRedShip - Depression. Παράφραση, παραπομπή του τίτλου με τη θλίψη, την κατάθλιψη που προκαλούν οι σκληρές εικόνες των πνιγμένων παιδιών στη Μεσόγειο, στον υγρό τάφο των κατατρεγμένων προσφύγων.
Η βιντεοεγκατάσταση στην έκθεση τονίζει και ταυτοχρόνως αναιρεί τη χρονικότητα ενός μέσου που η κυρίαρχη μορφή έκφρασης του είναι ο χώρος.
Η Ζωή είναι μία 25χρονη φοιτήτρια, που ζει στο νησί της Κέρκυρας στην Ελλάδα, μαζί με τη μοναδική της φίλη και συγκάτοικο Άννα. Ξυπνώντας αργά ένα απόγευμα, η Ζωή συνειδητοποιεί πως η φίλη της αγνοείται και την αναζητεί μόνη μέσα στη νύχτα. Η παράξενα άδεια και ήσυχη πόλη, μία σειρά από περίεργα γεγονότα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί, την κάνουν να καταλάβει πως κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει και η ανάγκη της να βρει τη φίλη της γίνεται μεγαλύτερη.
Την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με μία σκοτεινή, μαυροντυμένη ανθρώπινη φιγούρα που προσπαθεί να την αιχμαλωτίσει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, η Ζωή βρίσκεται σε ένα λευκό δωμάτιο που μέσα δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο έναν καθρέφτη.
Καθώς προχωράει πιο κοντά στον καθρέφτη βλέπει πως κάποιος είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πιστεύοντας πως είναι η Άννα πλησιάζει περισσότερο και περνάει μέσα από τον καθρέφτη στο άλλο δωμάτιο.
Καθώς κάθεται δίπλα στο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας πως είναι η Άννα, συνειδητοποιεί πως είναι η ίδια. Σε μία απελπισμένη και αποφασιστική στιγμή προσπαθεί να σώσει την σωσία της, συνειδητοποιώντας ωστόσο, πως η σωσίας της δεν μπορεί να περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει διαφυγή η σωσίας αφήνει το χέρι της Ζωής.
Η Ζωή ξυπνάει το πρωί στο δωμάτιο της, ντύνεται και πηγαίνει μία βόλτα δίπλα στη θάλασσα στην τώρα ζωντανή και γεμάτη φασαρία πόλη. Καθώς στέκεται και κοιτάζει τα κύματα, γνωρίζει μία κοπέλα, την Άννα, που κάθεται λίγο πιο δίπλα. Οι δύο κοπέλες κάθονται δίπλα στην θάλασσα και μιλάνε.